πέλεια

πέλεια
πέλεια: wild dove, wild pigeon.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πελεία — Πελείᾱ , Πελείης masc nom/voc/acc dual (doric) Πελείᾱ , Πελείης masc voc sg (attic doric) Πελείᾱ , Πελείης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεία — πελείᾱ , πέλεια dove fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελείᾳ — πελείᾱͅ , πέλεια dove fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελείᾳ — Πελείᾱͅ , Πελείης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλεια — dove fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… …   Dictionary of Greek

  • πελειά — πελειάς fruitpigeon fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέλεια — Πελείης masc voc sg (doric) Πελείης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελείας — πελείᾱς , πέλεια dove fem acc pl πελείᾱς , πέλεια dove fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελειάων — πελειά̱ων , πέλεια dove fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελείας — Πελείᾱς , Πελείης masc acc pl (doric) Πελείᾱς , Πελείης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”